- ἁδέος
- ἁ̱δέος , ἡδύςpleasantmasc/neut gen sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
NYMPHAE — aquarum Dcae, quasi Lympharum numina, ut quidam volunt. Occani filias fuisse testatur Orpheus, Hymnô in honorem earundem consecratô: Νύμφαι θυγατέρες μεγαλήτορος Ὠκεανοῖο Ὑγροπόροις γαίης ὑπὸ κεύθεσιν οἰκἴ ἔχουσαι. Virg. eas fluviorum matres esse … Hofmann J. Lexicon universale
χέραδος — άδους και άδεος, τὸ, Α 1. άμμος με πέτρες και άλλες φερτές ύλες που κατεβάζουν τα ποτάμια («ἅλις χέραδος περιχεύας», Ομ. Ιλ.) 2. (κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) «χέραδος... τὸ συναγόμενον ἐν τῇ ῥύσει τοῡ ποταμοῡ πλῆθος ἰλύος καὶ ὀστράκων καὶ λίθων».… … Dictionary of Greek